- μακαρίζει
- μακαρίζωblesspres ind mp 2nd sgμακαρίζωblesspres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αειμακάριστος — η, ο και ος, ο (AM ἀειμακάριστος, ον) ο άξιος να τόν μακαρίζει κανείς παντοτινά, δηλ. να τόν θεωρεί μακάριο, ευτυχή το επίθ. αυτό αποδίδεται ειδικά από τους υμνογράφους στη Θεοτόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + μακαριστὸς < μακαρίζω] … Dictionary of Greek
μακαριστής — μακαριστής, ὁ, θηλ. μακαρίστρια (AM) [μακαρίζω] αυτός που μακαρίζει, που καλοτυχίζει κάποιον … Dictionary of Greek
τρισμάκαρ — αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ τρισευλογημένος, αυτός που τού αξίζει να τόν μακαρίζει κανείς πολλές φορές («Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα Χριστοῡ τοῡ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + μάκαρ «ευτυχής, μακάριος»] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek